ItalianoGreco


studènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stuˈdɛnte]

ο φοιτητής, η φοιτήτρια, ο σπουδαστής, η σπουδάστρια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


casa [θηλ.] dello studente = η φοιτητική εστία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---