Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstudióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stuˈdjoso], [stuˈdjozo] ο/η μελετητής studióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stuˈdjoso], [stuˈdjozo] μελετηρός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |