Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


studiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stuˈdjato]

1 επιτηδευμένος
2 προσεκτικά θεωρημένος
3 προσποιητός
4 εξεζητημένος
5 προμελετημένος
6 μελετημένος
7 προσχεδιασμένος
8 σκόπιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  studiatamente studio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

studentesco (αρσ. επίθ και ουσ)
studentessa (θηλ.ουσ)
studiacchiare (ρ.αμτβ.)
studiare (ρ. μτβ.)
studiatamente (επίρ.)
studiato (επίθ.)
studio (ουσ αρσ )
studiolo (ουσ αρσ )
studiosamente (επίρ.)
studioso (ουσ αρσ )
studioso (επίθ.)
stuellare (ρ. μτβ.)
stuello (ουσ αρσ )
stufa (θηλ.ουσ)
stufaiola (θηλ.ουσ)
stufare (ρ. μτβ.)
stufato (ουσ αρσ )
stufatura (θηλ.ουσ)
stufo (επίθ.)
stuoia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---