Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstùfa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈstufa] η θερμάστρα, η σόμπα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstufa [θηλ.] a gas = σόμπα υγραερίου || stufa [θηλ.] a legna = η σόμπα με ξύλα || stufa [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική σόμπα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |