Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stupefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stupefatˈtsjone]

1 αφασία
2 ζάλη
3 αποβλάκωση
4 ζαβλάκωμα
5 λήθαργος
6 νάρκη
7 αναισθησία
8 καταπληξία
9 αποσβόλωση
10 δέος
11 έκπληξη
12 κατάπληξη
13 απορία
14 πονοκεφάλιασμα
15 αιφνιδιασμός
16 ξάφνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stupefatto stupendamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stupa (θηλ.ουσ)
stupefacente (ουσ αρσ )
stupefacente (επίθ.)
stupefare (ρ. μτβ.)
stupefatto (επίθ.)
stupefazione (θηλ.ουσ)
stupendamente (επίρ.)
stupendo (επίθ.)
stupidaggine (θηλ.ουσ)
stupidamente (επίρ.)
stupidata (θηλ.ουσ)
stupidezza (θηλ.ουσ)
stupidire (ρ.αμτβ.)
stupidità (θηλ.ουσ)
stupidito (επίθ.)
stupido (ουσ αρσ )
stupido (επίθ.)
stupire (ρ.αμτβ.)
stupire (ρ. μτβ.)
stupirsi (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---