Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstupìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stuˈpire] 1 απορώ 2 εξίσταμαι 3 ξαφνιάζομαι 4 κουφαίνομαι 5 καταπλήσσομαι 6 εκπλήσσομαι 7 απομένω ξερός 8 απομένω με το στόμα ανοιχτό stupìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stuˈpire] καταπλήσσω stupirsi ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stuˈpirsi] εκπλήσσομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |