ItalianoGreco


stupìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stuˈpito]

1 άναυδος
2 κεραυνόπληκτος
3 ενεός
4 εκστατικός
5 κατάπληκτος
6 έκθαμβος
7 σύξυλος
8 εμβρόντητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---