Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stupìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stuˈpito]

1 άναυδος
2 κεραυνόπληκτος
3 ενεός
4 εκστατικός
5 κατάπληκτος
6 έκθαμβος
7 σύξυλος
8 εμβρόντητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stupirsi stupore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stupido (ουσ αρσ )
stupido (επίθ.)
stupire (ρ.αμτβ.)
stupire (ρ. μτβ.)
stupirsi (ρ.αμτβ.)
stupito (επίθ.)
stupore (ουσ αρσ )
stuporoso (επίθ.)
stuprare (ρ. μτβ.)
stupratore (αρσ. επίθ και ουσ)
stupro (ουσ αρσ )
stura (θηλ.ουσ)
sturabottiglie (ουσ αρσ )
sturalavandini (ουσ αρσ )
sturamento (ουσ αρσ )
sturare (ρ. μτβ.)
stuzzicadenti (ουσ αρσ )
stuzzicamento (ουσ αρσ )
stuzzicante (επίθ.)
stuzzicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---