ItalianoGreco


stùpido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstupido]

1 κόπανος
2 αποβλακωμένος άνθρωπος
3 ζωντόβολο
4 χάχας
5 βλακόμουτρο
6 βλίτο
7 μπουζουκοκέφαλος

stùpido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstupido]

χαζός (-ή, -ό), κουτός (-ή, -ό), ανόητος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---