Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stupidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stupidiˈta]

1 κουταμάρα
2 μωρία
3 ανοησία
4 ιδιωτεία
5 ηλιθιότητα
6 βλακεία
7 ευήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stupidire stupidito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stupidaggine (θηλ.ουσ)
stupidamente (επίρ.)
stupidata (θηλ.ουσ)
stupidezza (θηλ.ουσ)
stupidire (ρ.αμτβ.)
stupidità (θηλ.ουσ)
stupidito (επίθ.)
stupido (ουσ αρσ )
stupido (επίθ.)
stupire (ρ.αμτβ.)
stupire (ρ. μτβ.)
stupirsi (ρ.αμτβ.)
stupito (επίθ.)
stupore (ουσ αρσ )
stuporoso (επίθ.)
stuprare (ρ. μτβ.)
stupratore (αρσ. επίθ και ουσ)
stupro (ουσ αρσ )
stura (θηλ.ουσ)
sturabottiglie (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---