Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstupèndo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stuˈpɛndo] θαυμάσιος (-α, -ο), καταπληκτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |