Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stupefacènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stupefaˈʧɛnte]

1 πρέζα
2 ναρκωτικό

stupefacènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stupefaˈʧɛnte]

εκπληκτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stupa stupefare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti = οι ναρκωτικές ουσίες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stufo (επίθ.)
stuoia (θηλ.ουσ)
stuoino (ουσ αρσ )
stuolo (ουσ αρσ )
stupa (θηλ.ουσ)
stupefacente (ουσ αρσ )
stupefacente (επίθ.)
stupefare (ρ. μτβ.)
stupefatto (επίθ.)
stupefazione (θηλ.ουσ)
stupendamente (επίρ.)
stupendo (επίθ.)
stupidaggine (θηλ.ουσ)
stupidamente (επίρ.)
stupidata (θηλ.ουσ)
stupidezza (θηλ.ουσ)
stupidire (ρ.αμτβ.)
stupidità (θηλ.ουσ)
stupidito (επίθ.)
stupido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---