Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstupefacènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stupefaˈʧɛnte] 1 πρέζα 2 ναρκωτικό stupefacènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stupefaˈʧɛnte] εκπληκτικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti = οι ναρκωτικές ουσίες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |