Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstuellàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stuelˈlare] 1 τοποθετώ σε κάλυμμα οξυγόνου πλαστικό 2 πωματίζω (ιατρική) 3 βάζω ταμπόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |