Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stùdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstudjo]

1 η μελέτη
2 (luogo) το σπουδαστήριο
3 (stanza) το γραφείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  studiato studiolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


studio [αρσ.] fotografico = το φωτογραφείο || studio [αρσ.] legale = το δικηγορικό γραφείο || studio [αρσ.] televisivo = το τηλεοπτικό στούντιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

studentessa (θηλ.ουσ)
studiacchiare (ρ.αμτβ.)
studiare (ρ. μτβ.)
studiatamente (επίρ.)
studiato (επίθ.)
studio (ουσ αρσ )
studiolo (ουσ αρσ )
studiosamente (επίρ.)
studioso (ουσ αρσ )
studioso (επίθ.)
stuellare (ρ. μτβ.)
stuello (ουσ αρσ )
stufa (θηλ.ουσ)
stufaiola (θηλ.ουσ)
stufare (ρ. μτβ.)
stufato (ουσ αρσ )
stufatura (θηλ.ουσ)
stufo (επίθ.)
stuoia (θηλ.ουσ)
stuoino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---