Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


studiataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [studjataˈmente]

1 εξεπίτηδες
2 προμελετημένα
3 επί τούτου
4 μελετημένα
5 επίτηδες
6 σκόπιμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  studiare studiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

studentesca (θηλ.ουσ)
studentesco (αρσ. επίθ και ουσ)
studentessa (θηλ.ουσ)
studiacchiare (ρ.αμτβ.)
studiare (ρ. μτβ.)
studiatamente (επίρ.)
studiato (επίθ.)
studio (ουσ αρσ )
studiolo (ουσ αρσ )
studiosamente (επίρ.)
studioso (ουσ αρσ )
studioso (επίθ.)
stuellare (ρ. μτβ.)
stuello (ουσ αρσ )
stufa (θηλ.ουσ)
stufaiola (θηλ.ουσ)
stufare (ρ. μτβ.)
stufato (ουσ αρσ )
stufatura (θηλ.ουσ)
stufo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---