Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stuèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stuˈɛllo]

1 κάλυμμα οξυγόνου πλαστικό
2 πώμα
3 ταμπόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stuellare stufa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

studiolo (ουσ αρσ )
studiosamente (επίρ.)
studioso (ουσ αρσ )
studioso (επίθ.)
stuellare (ρ. μτβ.)
stuello (ουσ αρσ )
stufa (θηλ.ουσ)
stufaiola (θηλ.ουσ)
stufare (ρ. μτβ.)
stufato (ουσ αρσ )
stufatura (θηλ.ουσ)
stufo (επίθ.)
stuoia (θηλ.ουσ)
stuoino (ουσ αρσ )
stuolo (ουσ αρσ )
stupa (θηλ.ουσ)
stupefacente (ουσ αρσ )
stupefacente (επίθ.)
stupefare (ρ. μτβ.)
stupefatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---