Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstucchevolézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stukkevoˈlettsa] 1 ανία 2 αποκάμωμα 3 βαρεμάρα 4 κατάσταση αηδιαστική 5 βαριεστιμάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |