Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstuccatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stukkaˈtura] 1 ασβεστοκονίαμα 2 σοβάς 3 γυψομάρμαρο 4 στοκάρισμα 5 γυψάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |