Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstudentàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [studenˈtato] 1 χρόνια σπουδών 2 μαθητεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |