Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strozzinàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strottsiˈnadʤo]

1 δανεισμός με υπέρμετρο τόκο
2 τοκογλυφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strozzatura strozzinesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strozzato (επίθ.)
strozzatoio (ουσ αρσ )
strozzatore (ουσ αρσ )
strozzatore (επίθ.)
strozzatura (θηλ.ουσ)
strozzinaggio (ουσ αρσ )
strozzinesco (επίθ.)
strozzino (ουσ αρσ )
struccamento (ουσ αρσ )
struccare (ρ. μτβ.)
struccarsi (ρ.μ. (αντων.))
strudel (ουσ αρσ )
struggente (επίθ.)
struggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
struggersi (ρ.μ. (αντων.))
struggicuore (ουσ αρσ )
struggimento (ουσ αρσ )
struma (θηλ.ουσ)
strumentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strumentalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---