Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstropicciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stropitˈʧare] 1 σέρνω τα πόδια μου 2 τρίβω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |