Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstropiccìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stropitˈʧio] 1 σούρσιμο των ποδιών 2 τριβή 3 τρίψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |