Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strònzio, strónzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɔntsjo], [ˈstrontsjo]

στρόντιο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stronzata stronzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stroncatore (ουσ αρσ )
stroncatorio (επίθ.)
stroncatura (θηλ.ουσ)
stronfiare (ρ.αμτβ.)
stronzata (θηλ.ουσ)
stronzio (ουσ αρσ )
stronzo (ουσ αρσ )
stropicciamento (ουσ αρσ )
stropicciare (ρ. μτβ.)
stropicciata (θηλ.ουσ)
stropicciatura (θηλ.ουσ)
stropiccio (ουσ αρσ )
strozza (θηλ.ουσ)
strozzare (ρ. μτβ.)
strozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
strozzato (επίθ.)
strozzatoio (ουσ αρσ )
strozzatore (ουσ αρσ )
strozzatore (επίθ.)
strozzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---