Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstroncatòrio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stronkaˈtɔrjo] 1 που στηλιτεύει 2 υπερβολικά αυστηρός στην κριτική του permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |