Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strombettàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [strombetˈtata]

1 κορνάρισμα
2 σάλπισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strombettare strombettio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strombazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strombazzata (θηλ.ουσ)
strombazzatore (ουσ αρσ )
strombazzatura (θηλ.ουσ)
strombettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strombettata (θηλ.ουσ)
strombettio (ουσ αρσ )
strombo (ουσ αρσ )
stromboliano (επίθ.)
stroncamento (ουσ αρσ )
stroncare (ρ. μτβ.)
stroncatore (ουσ αρσ )
stroncatorio (επίθ.)
stroncatura (θηλ.ουσ)
stronfiare (ρ.αμτβ.)
stronzata (θηλ.ουσ)
stronzio (ουσ αρσ )
stronzo (ουσ αρσ )
stropicciamento (ουσ αρσ )
stropicciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---