Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrombazzàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strombatˈtsata] 1 εκθείαση 2 διαλάληση 3 σάλπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |