Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strofinaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strofinaˈmento]

1 καθάρισμα με τρίψιμο
2 τρίψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strofinaccio strofinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strofa (θηλ.ουσ)
strofantina (θηλ.ουσ)
strofanto (ουσ αρσ )
strofico (επίθ.)
strofinaccio (ουσ αρσ )
strofinamento (ουσ αρσ )
strofinare (ρ. μτβ.)
strofinarsi (ρ.μ. (αντων.))
strofinata (θηλ.ουσ)
strofinio (ουσ αρσ )
strolaga (θηλ.ουσ)
stroma (ουσ αρσ )
stromatico (επίθ.)
strombare (ρ. μτβ.)
strombatura (θηλ.ουσ)
strombazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strombazzata (θηλ.ουσ)
strombazzatore (ουσ αρσ )
strombazzatura (θηλ.ουσ)
strombettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---