Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstròfanto, strofànto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɔfanto], [stroˈfanto] στροφανθός (φυτό τροπικό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |