Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstritolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stritolaˈtore] 1 θραυστήρας 2 συσκευή άλεσης 3 ακονιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |