ItalianoGreco


strisciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [striʃˈʃare]

σέρνομαι

strisciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [striʃˈʃare]

1 σέρνω τα πόδια μου
2 σέρνω
3 περνώ ξυστά

strisciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [striʃˈʃarsi]

1 καλοπιάνω
2 κομπλιμεντάρω
3 λιβανίζω
4 κολακεύω
5 γδέρνομαι
6 γρατσουνίζομαι
7 ξεγδέρνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---