Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrìngere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈstrinʤere] (vestito) στενεύω strìngere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrinʤere] 1 σφίγγω 2 (vestito) στενεύω stringersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈstrinʤersi] 1 συνωθούμαι 2 συνωστίζομαι 3 στριμώχνομαι 4 σφιχταγκαλιάζομαι 5 πλησιάζω 6 έρχομαι πιο κοντά 7 αγκαλιάζομαι σφικτά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstringersi la mano = σφίγγω το χέρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |