Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstringiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [strinʤiˈmento] 1 άρπαγμα γερό 2 κλείσιμο 3 στενοχώρια 4 τέντωμα 5 σφίξιμο 6 στρίμωγμα 7 καργάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |