Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [strinaˈtura]

1 τσουρούφλισμα
2 ζεμάτισμα
3 καψάλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strinato stringa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strimpellare (ρ. μτβ.)
strimpellata (θηλ.ουσ)
strimpellatore (ουσ αρσ )
strinare (ρ. μτβ.)
strinato (επίθ.)
strinatura (θηλ.ουσ)
stringa (θηλ.ουσ)
stringare (ρ. μτβ.)
stringatezza (θηλ.ουσ)
stringato (επίθ.)
stringente (επίθ.)
stringere (ρ.αμτβ.)
stringere (ρ. μτβ.)
stringersi (ρ.μ. (αντων.))
stringimento (ουσ αρσ )
stringinaso (ουσ αρσ )
strippare (ρ.αμτβ.)
stripparsi (ρ.μ. (αντων.))
strippata (θηλ.ουσ)
strip–tease (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---