Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strinaˈtura] 1 τσουρούφλισμα 2 ζεμάτισμα 3 καψάλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |