Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrimpellàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strimpelˈlata] 1 άτεχνο παίξιμο μουσικού οργάνου 2 κοπάνισμα χορδών οργάνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |