Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


striminzìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [striminˈtsito]

1 ισχνός
2 κοκαλιάρικος
3 μπασμένος (στο μπόι)
4 κοκαλιάρης
5 φτωχικός
6 άθλιος
7 μίζερος
8 φθαρμένος
9 ελεεινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  striminzirsi strimpellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strillonaggio (ουσ αρσ )
strillone (ουσ αρσ )
strillozzo (ουσ αρσ )
striminzire (ρ. μτβ.)
striminzirsi (ρ. μ. αμτβ.)
striminzito (επίθ.)
strimpellamento (ουσ αρσ )
strimpellare (ρ. μτβ.)
strimpellata (θηλ.ουσ)
strimpellatore (ουσ αρσ )
strinare (ρ. μτβ.)
strinato (επίθ.)
strinatura (θηλ.ουσ)
stringa (θηλ.ουσ)
stringare (ρ. μτβ.)
stringatezza (θηλ.ουσ)
stringato (επίθ.)
stringente (επίθ.)
stringere (ρ.αμτβ.)
stringere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---