Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrillóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [strilˈlone] 1 εφημεριδοπώλης του δρόμου που φωνάζει 2 φωνακλάς 3 άνθρωπος που ουρλιάζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |