Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strillóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strilˈlone]

1 εφημεριδοπώλης του δρόμου που φωνάζει
2 φωνακλάς
3 άνθρωπος που ουρλιάζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strillonaggio strillozzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strigolo (ουσ αρσ )
strillare (ρ.αμτβ.)
strillata (θηλ.ουσ)
strillo (ουσ αρσ )
strillonaggio (ουσ αρσ )
strillone (ουσ αρσ )
strillozzo (ουσ αρσ )
striminzire (ρ. μτβ.)
striminzirsi (ρ. μ. αμτβ.)
striminzito (επίθ.)
strimpellamento (ουσ αρσ )
strimpellare (ρ. μτβ.)
strimpellata (θηλ.ουσ)
strimpellatore (ουσ αρσ )
strinare (ρ. μτβ.)
strinato (επίθ.)
strinatura (θηλ.ουσ)
stringa (θηλ.ουσ)
stringare (ρ. μτβ.)
stringatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---