Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrillàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strilˈlata] 1 μάλωμα 2 κατσάδιασμα 3 επίπληξη 4 στρίγκλισμα 5 στριγκλιά 6 ξεφωνητό 7 σκούξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |