Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strillàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [strilˈlata]

1 μάλωμα
2 κατσάδιασμα
3 επίπληξη
4 στρίγκλισμα
5 στριγκλιά
6 ξεφωνητό
7 σκούξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strillare strillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strigliata (θηλ.ουσ)
strigliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strigliatura (θηλ.ουσ)
strigolo (ουσ αρσ )
strillare (ρ.αμτβ.)
strillata (θηλ.ουσ)
strillo (ουσ αρσ )
strillonaggio (ουσ αρσ )
strillone (ουσ αρσ )
strillozzo (ουσ αρσ )
striminzire (ρ. μτβ.)
striminzirsi (ρ. μ. αμτβ.)
striminzito (επίθ.)
strimpellamento (ουσ αρσ )
strimpellare (ρ. μτβ.)
strimpellata (θηλ.ουσ)
strimpellatore (ουσ αρσ )
strinare (ρ. μτβ.)
strinato (επίθ.)
strinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---