Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [striˈgare]

1 ξεμπλέκω
2 ξεσκαλώνω
3 ξεκαθαρίζω
4 ξεμπερδεύω
5 εξομαλύνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stridulo strige  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strido (ουσ αρσ )
stridore (ουσ αρσ )
stridulato (επίθ.)
stridulazione (θηλ.ουσ)
stridulo (επίθ.)
strigare (ρ. μτβ.)
strige (θηλ.ουσ)
strigile (ουσ αρσ )
striglia (θηλ.ουσ)
strigliare (ρ. μτβ.)
strigliata (θηλ.ουσ)
strigliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strigliatura (θηλ.ουσ)
strigolo (ουσ αρσ )
strillare (ρ.αμτβ.)
strillata (θηλ.ουσ)
strillo (ουσ αρσ )
strillonaggio (ουσ αρσ )
strillone (ουσ αρσ )
strillozzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---