Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstriatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [striaˈtura] 1 ράβδωση 2 διαγράμμιση με ραβδώσεις 3 γράμμωση 4 ρίγωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |