Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈstretta] 1 σπρωξίδι 2 συνωστισμός 3 ζούληγμα 4 ορεινό πέρασμα 5 οικονομικό ζόρισμα 6 σύνθλιψη οικονομική 7 λιτότητα (οικονομική) 8 πάτημα 9 σφίξιμο 10 άρπαγμα 11 κράτημα 12 σφίξιμο αγωνίας 13 σουβλιά πόνου 14 δέος 15 άγχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |