Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrèss
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɛs] 1 ζόρι 2 πίεση 3 στρεσάρισμα 4 άγχος 5 στρες 6 ένταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |