Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstreptococcemìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,streptokotʧeˈmia] 1 σηψαιμία από στρεπτοκόκκους 2 στρεπτοκοκκίαση 3 στρεπτοκοκκαιμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |