Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stressàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stresˈsato]

αγχωμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stressare stretta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

streptococco (ουσ αρσ )
streptomicina (θηλ.ουσ)
stress (ουσ αρσ )
stressante (επίθ.)
stressare (ρ. μτβ.)
stressato (επίθ.)
stretta (θηλ.ουσ)
strettamente (επίρ.)
strettezza (θηλ.ουσ)
stretto (ουσ αρσ )
stretto (επίθ.)
strettoia (θηλ.ουσ)
strettoio (ουσ αρσ )
stria (θηλ.ουσ)
striare (ρ. μτβ.)
striato (επίθ.)
striatura (θηλ.ουσ)
stricnina (θηλ.ουσ)
stricninismo (ουσ αρσ )
stridente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---