Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstressàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stresˈsare] 1 αγχώνω 2 στρεσάρω 3 εντείνω 4 ζορίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |