Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrepitàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [strepiˈtare] 1 ουρλιάζω 2 φωνάζω 3 κάνω θόρυβο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |