Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrenuaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [strenuaˈmente] 1 θαρραλέα 2 τολμηρά 3 γενναία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |