Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrepitìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [strepiˈtio] 1 πανδαιμόνιο 2 σάλαγος 3 οχλαγωγία 4 βοή 5 βρόντος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |