Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrepitóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [strepiˈtoso], [strepiˈtozo] παταγώδης (-ης, -ες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |