Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strènuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɛnuo]

1 θαρραλέος
2 τολμηρός
3 γενναίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strenuità strepitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stremato (επίθ.)
stremo (αρσ. επίθ και ουσ)
strenna (θηλ.ουσ)
strenuamente (επίρ.)
strenuità (θηλ.ουσ)
strenuo (επίθ.)
strepitare (ρ.αμτβ.)
strepitio (ουσ αρσ )
strepito (ουσ αρσ )
strepitoso (επίθ.)
streptococcemia (θηλ.ουσ)
streptococco (ουσ αρσ )
streptomicina (θηλ.ουσ)
stress (ουσ αρσ )
stressante (επίθ.)
stressare (ρ. μτβ.)
stressato (επίθ.)
stretta (θηλ.ουσ)
strettamente (επίρ.)
strettezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---