Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stregóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [streˈgone]

1 μαγγανευτής
2 γητευτής
3 μάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stregato stregoneria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )
stregare (ρ. μτβ.)
stregato (επίθ.)
stregone (ουσ αρσ )
stregoneria (θηλ.ουσ)
stregua (θηλ.ουσ)
strelitzia (θηλ.ουσ)
stremare (ρ. μτβ.)
stremato (επίθ.)
stremo (αρσ. επίθ και ουσ)
strenna (θηλ.ουσ)
strenuamente (επίρ.)
strenuità (θηλ.ουσ)
strenuo (επίθ.)
strepitare (ρ.αμτβ.)
strepitio (ουσ αρσ )
strepito (ουσ αρσ )
strepitoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---