Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stregaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stregaˈmento]

1 γοητεία
2 σαγήνη
3 σαγήνευση
4 μάγεμα
5 μαγεία
6 γητειά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strega stregare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

straziare (ρ. μτβ.)
straziato (επίθ.)
strazio (ουσ αρσ )
strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )
stregare (ρ. μτβ.)
stregato (επίθ.)
stregone (ουσ αρσ )
stregoneria (θηλ.ουσ)
stregua (θηλ.ουσ)
strelitzia (θηλ.ουσ)
stremare (ρ. μτβ.)
stremato (επίθ.)
stremo (αρσ. επίθ και ουσ)
strenna (θηλ.ουσ)
strenuamente (επίρ.)
strenuità (θηλ.ουσ)
strenuo (επίθ.)
strepitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---